βριθύς

βριθύς
βριθύς, -εῑα, -ύ (Α) [βρίθω]
βαρύς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • βριθύς — βρῑθύς , βριθύς heavy masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βριθέα — βρῑθέα , βριθύς heavy neut nom/voc/acc pl (epic ionic) βρῑθέᾱ , βριθύς heavy fem nom/voc/acc dual (epic ionic) βρῑθέα , βριθύς heavy fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βριθύ — βρῑθύ , βριθύς heavy masc voc sg βρῑθύ , βριθύς heavy neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βριθύτερον — βρῑθύτερον , βριθύς heavy masc acc sg βρῑθύτερον , βριθύς heavy neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • БРИТОЛИТ — [βριθυς (бритис) тяжелый] м л, (Na, Се, Ca)5[F|(SiO4, РО4)3]. Гекс. Габ. призм. Желтый до бурого. Бл. алмазный. Тв. 5. Уд. п. 4,2 4,7. В нефелиновых сиенитах и их пегматитах; в гранитных пегматитах; в контактово… …   Геологическая энциклопедия

  • βρίθος — βρῑθος, το (Α) βάρος, φορτίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρίθω ή < βριθύς. ΣΥΝΘ. (Β συνθετικό) εμβριθής, σιδηροβριθής αρχ. αβριθής, διαβριθής, επιβριθής, εριβριθής, ευβριθής, οπισθοβριθής, πυριβριθής, σαυροβριθής, στερνοβριθής, υπερβριθής, χθονοβριθής… …   Dictionary of Greek

  • βριθοσύνη — βριθοσύνη, η (Α) βάρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρίθω ή < βριθύς] …   Dictionary of Greek

  • βριθύκερως — βριθύκερως, ων (Α) αυτός που έχει βαριά κέρατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < βριθύς + κερως < κέρας (πρβλ. αιγόκερως, βούκερως κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • βριθύνοος — βριθύνοος, ον (Α) εμβριθής, συνετός. [ΕΤΥΜΟΛ. < βριθύς + νοος < νόος, νους] …   Dictionary of Greek

  • βριθεῖ — βρῑθεῖ , βριθύς heavy masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”